Έγινε η απώλεια συνήθεια μας

Κάθε φορά σκέφτομαι το ίδιο: πιάσαμε πάτο. Και κάθε φορά, έρχεται ένα νέο γεγονός να με διαψεύσει. Κάθε μα κάθε φορά, οι ίδιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου: που φτάσαμε, που θα πάει αυτή η κατάσταση, τι στο διάολο γίνεται στην κοινωνία. Και κάθε φορά, δέχομαι ένα ακόμη χτύπημα και η εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους κλονίζεται όλο και περισσότερο.

Ένας άνθρωπος 18 χρονών στην προκειμένη. Αλλά θα μπορούσε και να είναι 50 χρονών ανειδίκευτος εργάτης, που ξαφνικά μένει άνεργος και δεν μπορεί να ζήσει την οικογένεια του. Θα μπορούσε να είναι 28 χρονών με χρονικό ορίζοντα μέχρι τον Σεπτέμβρη που δεν έχει όνειρα, δεν έχει κανένα πάτημα, δεν έχει καμία ελπίδα. Που πηγαίνει σουπερμάρκετ και αγοράζει πέντε ροδάκινα. Όχι έξι: πέντε ακριβώς. Για έξι, δεν βγαίνουν τα λεφτά. Θα μπορούσε να είναι κάποιος ελεύθερος επαγγελματίας, που έχασε το μαγαζί του και χρωστάει παντού. Θα μπορούσε να είναι και ένας συνταξιούχος ή ένας μαθητής. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Εγώ, εσύ, η μάνα μου ή η μάνα σου, ο περιπτεράς σου ή ο καθηγητής μου, όλοι αυτοί μαζί και κανένας.

Αυτό το παιδί λοιπόν, χάνει την ζωή του. Ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες: δεν είμαστε δικαστήριο άλλωστε για να κρίνουμε και να αποφανθούμε αν τον έσπρωξε ο ελεγκτής ή αν φταίει ο οδηγός. Το γεγονός παραμένει: ένας άνθρωπος είναι νεκρός επειδή, πολύ απλά, δεν είχε το αντίτιμο του εισητηρίου, ένα ευρώ και 20 λεπτά. Έαν το είχε, ο ελεγκτής θα είχε πάει παρακάτω και το παιδί θα ήταν ακόμα στη ζωή. Δεν το είχε, γιατί ήταν άνεργος. Ήταν ένας από όλους τους παραπάνω που δεν διαθέτουν το σημαντικότερο πράγμα στην σύγχρονη κοινωνία: λεφτά. Αυτή η έλλειψη είναι που κρίνει και προδιαθέτει την ζωή τους και τον θάνατο τους.

Το περιστατικό είναι πρωτοφανές, αλλά δεν θα είναι το μόνο. Την πρώτη φορά σοκαριστήκαμε, την δεύτερη στεναχωριόμαστε, την τρίτη φορά το προσπερνάμε με ένα θλιμμένο κούνημα του κεφαλιού. Θέλουμε δεν θέλουμε, συνηθίζουμε. Ακριβώς όπως έγινε με τις αυτοκτονίες: ο κ. Δημήτρης στο Σύνταγμα μας έβγαλε στους δρόμους για λίγο. Τώρα η κάθε νέα αυτοκτονία πιάνει μετά βίας μια μικρή στήλη στα κρυμμένα των εφημερίδων και του ίντερνετ.

Πάτο πιάνουμε με την συζήτηση γύρω από το γεγονός. Έιναι σαν μια ζυγαριά: από την μία το γεγονός, ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου για λόγους που σχετίζονται άμεσα με τις συνέπειες της κρίσης, τις οικονομικές και τον κοινωνικό κανιβαλισμό που επιβάλλεται τεχνηέντως από τα πάνω. Από την άλλη μεριά της ζυγαριάς, οι απολογητές, οι υπεύθυνοι, πρέπει να ρίξουν κάτι για να ισορροπήσουν, μπάς και καταφέρουν να κρατηθούν και δεν τους γκρεμίσει το βάρος ενός ακόμα θανάτου.

Τζαμπατζής. Ένοχος. Δεν πλήρωσε. Εθισμένος στην παρανομία. Δεν είχε εισιτήριο: γιατί δηλαδή εγώ να πληρώνω και αυτός όχι; Να τιμωρηθεί. Γιατί να κλέβει; Να τιμωρηθεί. Την πέταξαν την δικαιολογία, την έριξαν την λάσπη, κρέμασαν την ευθύνη στο νεκρό παιδί και το γεγονός δικαιολογήθηκε σε αυτούς που έψαχναν δικαιολογία. Εξισώθηκε ο θάνατος με την «κλοπή». Τιμωρήθηκε ο «ένοχος», βρέθηκε ο φταίχτης. Σαν να ακούω τον μικροαστό:  Εντάξει, δεν είπαμε να τον σκοτώσουμε κιόλας, αλλά και αυτός έπρεπε κτλ κτλ.

Ναι φίλε, αλλά να που τον σκοτώσαμε. Και ναι φίλε, να που ψάχνουμε δικαιολογία στην απώλεια εσόδων ύψους ενός ευρώ και 20 λεπτών που δεν είχε το παιδί να δώσει, για να σταθμίσουμε τον θάνατο του. Και ναι φίλε, να που την βρήκαμε την δικαιολογία, να που μοιράσαμε τις ευθύνες, να που θα δείρουμε όποιον διαμαρτυρηθεί για το γεγονός, να που θα συνεχίσουμε και μετά από αυτό, να που θα το έχουμε μισοξεχάσει μετά από ένα μήνα. Θα βρούμε και για αυτόν τον θάνατο δικαιολογία, όπως έχουμε βρεί για τον Γρηγορόπουλο (τι δουλειά είχε στα Εξάρχεια;), τους νεόπτωχους (ας μην πετούσαν τα λεφτά τους δεξιά και αριστερά), τους δημόσιους υπαλλήλους που απολύονται. Να ο πάτος: να ψάχνουμε δικαιολογία για έναν θάνατο.

Όταν μια κοινωνία δεν μπορεί να συμφωνήσει στο βασικό, όταν προβάλλονται επειχηρήματα και απόψεις για να κουκουλώσουν μια αυταπόδεικτη αρχή, μια αξία κάθε κοινωνίας που έχει πάει δυο βήματα παρακάτω από τον μεσαίωνα, ότι δηλαδή κανένας δεν πρέπει να καταλήγει νεκρός επειδή δεν έχει εισητήριο, όταν αυτά τίθονται στο τραπέζι προς συζήτηση, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Φτάσαμε στον πάτο; Ναι, μέχρι την επόμενη φορά που θα αναρωτηθούμε πάλι, έντρομοι και ζαλισμένοι μπροστά σε μια νέα πράξη κανιβαλισμού, εάν φτάσαμε στον πάτο.

1 comments

Σχολιάστε